Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

θα δεις... θα σ' αρέσει Β. ΠΑΠΑΤΣΑΡΟΥΧΑΣ

"Με ένα τσαλακωμένο τετράδιο
αριθμητικής", μου είπες ένα πρωί,
"έλα να κάνουμε μαζί ένα ταξίδι,
θα δεις... θα σ' αρέσει".
Ψιλόβροχο, χάρτινο καραβάκι
και εμείς οι δύο καστοί
από την ώρα των μαθηματικών,
"Έμπα μέσα", μου είπες, "αντέχει,
θα δεις... θα σ' αρέσει".
Πρώτη στάση για μαλλί της γριάς
κι ύστερα... ναι, ύστερα, μου είπες,
στον κατήφορο της παλιάς μας γειτονιάς,
"Θα  δεις...  θα σ' αρέσει".
Η ζωή μου κλείνει το μάτι.
"Κοίτα καλά το γκρίζο
του ουρανού", μου είπες.
"Δεν ξέρω αν είμαι γω
ή αν είμαι εσύ... κοίτα.
Θα δεις... θα σ' αρέσει".
"Ας μαγειρέψουμε μαζί", μου λες.
"Ρύζι με λίγο μέλι, ποπκόρν σοκολάτα
και στα ποτήρια βρόχινο νερό.
Θα δεις... θα σ' αρέσει".
Έλα, βιάσου, μέτρα γρήγορα ως το εκατό
στο ένα άκρο εσύ, στο άλλο εγώ,
δε θα κρυφτείς, δε θα κρυφτώ.
Θα δεις... θα σ' αρέσει.
Τις κρυφές σημειώσεις σου
με ρώτησες αν θέλω να δω.
Και οι τσέπες μου καραμέλες γεμάτες.
"Δες τι γράφω",
μου λες με μαλλιά βρεγμένα.
"Θα δεις... θα σ' αρέσει".
Μέσα σε μια κούπα ζεστό καφέ
έλα να μιλήσουμε για ώρες,
πιες λίγο εσύ, να πιω και γω άλλο τόσο,
θα δεις... θα σ' αρέσει.
Στο δρόμο για σένα έγινα πουλί
και τόπι έγινα και σινεμά ακόμα,
τρύπωσε μέσα σου λέω.
Θα δεις... θα σ' αρέσει.
Έλα να σου μάθω να κάνεις κόμπους
να γράφεις μόνο κόκκινα
το α, το χ και το ρ.
Θα δεις... θα σ' αρέσει.
Σειρά σου να μου πεις παραμύθι.
Δε θα με πάρει ο ύπνος, όχι!
Πρώτα εσύ, μετά εγώ.
Θα δεις... θα σ' αρέσει.
Στον παλιό σιδηροδρομικό
με το φως λιγοστό
περιμένεις τα φώτα ν' ανάψουν.
"Κοίτα πώς τρεμοσβήνουν", μου λες,
"...κοίτα. Θα δεις... θα σ' αρέσει".
Στη νερατζιά της παλιάς μου αυλής
σου άρεσε να ποζάρεις και σε ζωγράφιζα.
Όλο κοντά μου ερχόσουν να δεις.
"Μη βιάζεσαι τόσο", σου έλεγα.
"θα δεις... θα σ' αρέσει".
Έλα να βγούμε στη βροχή.
Παλιά παιχνίδια, τρομπόνια,
βιβλία και κούκλες βιτρίνας
ν' αγοράσουμε.
Θα δεις... θα σ' αρέσει.
Σε ένα φάκελο έριξες πέντε άραδες,
τον περιμένω ακόμα να ξέρεις.
Μη λυπηθείς τα πολλά γραμματόσημα,
Θα δεις... θα σ' αρέσει.
Τα παλιά μου στρατιωτάκια σου χάρισα
και κείνη την μπούκλα απ' τα μαλλιά μου,
το χέρι μου βάζεις στην τσέπη βαθιά
και λες,
"Θα δεις... θα σ' αρέσει".
Καβάλα σε ξύλινα αλογάκια
κάναμε αγώνες κάθε βράδυ.
"Το έπαθλο", μου έλεγες,
"δε θα σ' το μαρτυρήσω.
Θα δεις... θα σ' αρέσει".
Της Κυριακής τα απογεύματα
τα περνούσαμε χώρια.
Όχι για πολύ όμως.
Με έπαιρνες και μου έλεγες,
"Έλα γρήγορα!
Θα δεις... θα σ' αρέσει".
Νύχτωσε και γω ακόμα μετρώ.
"Φτάνει", μου λες, "έλα κοντά".
"Εκατό φιλιά, εκατό γλειφιτζούρια γλυκά,
εκατό αγγίγματα απαλά.
Εκατό σου λέω... εκατό.

Θα δεις... θα σ' αρέσει.